νοσοβαρής

νοσοβαρής
νοσοβαρής, -ές (Α)
βλ. νουσοβαρής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • νουσοβαρής — και νοσοβαρής, ές (Α) (σχετικά με τον θάνατο) αυτός που προκλήθηκε από βαριά αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο βαρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”